- μετάφερε
- μεταφέρωcarry acrosspres imperat act 2nd sgμεταφέρωcarry acrossimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
Αχμέτ Ναυπλιώτης πασάς — (18ος αι.).Διοικητής της Πελοποννήσου (Μόρα βαλεσής) από το 1779. Στη διάρκεια της εξουσίας του μετάφερε την πρωτεύουσα της επαρχίας από το Ναύπλιο στην Τριπολιτσά, για να μπορεί να εποπτεύει καλύτερα τον τόπο, την εποχή μάλιστα που οι αρματολοί… … Dictionary of Greek
Μπούργκος — (Burgos). Πόλη (166.187 κάτ.) της βόρειας Ισπανίας, στην Παλαιά Καστίλη, 215 χλμ. Β της Μαδρίτης. Πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (14.290 τ. χλμ., 348.934 κάτ.), βρίσκεται στον ποταμό Αρλανθόν, δεξιό υποπαραπόταμο του Δούρου (Ντουέρο). Ιδρύθηκε… … Dictionary of Greek
Περάκης — Επώνυμο κρητικών αγωνιστών του 1821. 1. Ιωάννης. Στη διάρκεια της Επανάστασης πήγε στην Πελοπόννησο (1824), όπου πολέμησε μαζί με τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι (1825). 2. Μαρτινιανός. Ιερέας, ο οποίος πήρε μέρος στην Επανάσταση ως οπλαρχηγός. Το… … Dictionary of Greek
Πέτρας ληστεία — Ληστεία σε βάρος χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας. Έγινε το 1926, στη θέση Πέτρα, στο δρόμο από την Πρέβεζα προς τα Γιάννενα, από τη ληστοσυμμορία των Ρετζαίων. Οι ληστές απέκλεισαν το δρόμο με ένα μεγάλο κορμό δέντρου και επιτέθηκαν με… … Dictionary of Greek
Σεσόνκ — Άλλη γραφή Σεσόγκ. Φαραώ της Αιγύπτου (935 919 π.Χ.) και ιδρυτής της 22ης δυναστείας. Το όνομά του ήταν Χετζεπέρ Ρα αλλά, όταν έγινε φαραώ, πήρε το όνομα Σ. ο A’. Μετάφερε την πρωτεύουσα στη Βούβαστη και αναδιοργάνωσε το κράτος πάνω σε… … Dictionary of Greek
Σιγεβέρτος — Όνομα τριών βασιλιάδων της Αυστρίας. 1. Σ. ο A’ (535 575). Ήταν γιος του Κλοθάριου του A’. Μετά το θάνατο του πατέρα του μετάφερε την πρωτεύουσα από το Ρεμς στο Μετς για ν’ αντιμετωπίσει ευχερέστερα τις επιθέσεις των Αράβων της Γερμανίας.… … Dictionary of Greek
ύδωρ, βαρύ — Ένωση, χημικά ανάλογη με το κοινό νερό, αλλά με διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά, επειδή στο μόριό του, αντί των δύο ατόμων του υδρογόνου, περιέχει δύο ισότοπά του, που ονομάζονται δευτέριο (σύμβολο D). Επειδή η ατομική μάζα του δευτέριου είναι… … Dictionary of Greek
μεταφέρω — μετάφερα και μετέφερα, μεταφέρθηκα, μεταφερμένος 1. φέρνω κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ: Το φορτηγό μετάφερε ζωοτροφές. 2. μτφ., μεταγλωττίζω, μεταφράζω: Η Θεία Κωμωδία μεταφέρθηκε στα ελληνικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)